Με συνολική περιουσία που ξεπερνά τα 85 δισ. δολάρια, έντεκα γυναίκες-δισεκατομμυριούχοι ανατρέπουν τα δεδομένα στον παγκόσμιο αθλητισμό, ελέγχοντας κορυφαία αθλητικά franchise και διαμορφώνοντας το μέλλον του κλάδου. Σύμφωνα με το Forbes, οι ισχυρές αυτές επιχειρηματίες δεν είναι απλώς θεατές: είναι παίκτριες-κλειδιά στην αναδιαμόρφωση της αθλητικής βιομηχανίας με όρους επένδυσης, ισότητας και κοινωνικής αλλαγής.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Μίριαμ Άντελσον, η οποία παρά τη μείωση 3% στην περιουσία της, λόγω των μεταβολών στις αγορές, παραμένει κυρίαρχη με 29,4 δισ. δολάρια. Με την εξαγορά των Ντάλας Μάβερικς έναντι 3,5 δισ. δολαρίων, επένδυσε σε έναν οργανισμό με σημερινή αξία που προσεγγίζει τα 4,7 δισ. – μια επένδυση που ενισχύει όχι μόνο τα οικονομικά της αλλά και την επιρροή της στο παγκόσμιο αθλητικό οικοσύστημα.
Πίσω από τα νούμερα, όμως, βρίσκεται μια ισχυρή μετατόπιση προς τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες, είτε αυτοδημιούργητες είτε μέσω οικογενειακής περιουσίας, εισέρχονται δυναμικά στον χώρο του αθλητισμού – ενός τομέα που παραδοσιακά κυριαρχούσε από άνδρες – φέρνοντας νέα οράματα διακυβέρνησης, εταιρικής υπευθυνότητας και ενδυνάμωσης των κοινοτήτων.
Αθλητισμός ως μοχλός κοινωνικής αλλαγής
Οι επενδύσεις αυτών των γυναικών ξεπερνούν το επιχειρηματικό σκέλος. Πολλές από αυτές εστιάζουν:
Στην ανάπτυξη γυναικείων πρωταθλημάτων και την αύξηση της προβολής τους.
Στη δημιουργία περιβαλλοντικά βιώσιμων εγκαταστάσεων.
Σε κοινωνικές πρωτοβουλίες που προωθούν τη διαφορετικότητα και την ισότητα στον αθλητισμό.
Η Μισέλ Κανγκ, για παράδειγμα, που εισήλθε φέτος στη λίστα με 1,2 δισ. δολάρια, επένδυσε σε τρεις γυναικείες ποδοσφαιρικές ομάδες, δίνοντας φωνή και ευκαιρίες σε αθλήτριες παγκόσμιας εμβέλειας. Η Λόρεν Λάιχτμαν επενδύει στο San Diego Wave, έναν οργανισμό που έχει ήδη διακριθεί για την προσέγγισή του σε θέματα συμμετοχικότητας και πράσινων πρακτικών.
Πέρα από το χρήμα: ένα νέο πρότυπο ηγεσίας
Η αύξηση της παρουσίας γυναικών σε ρόλους ιδιοκτησίας δεν αφορά μόνο την οικονομική δύναμη. Δημιουργεί ένα νέο αφήγημα ηγεσίας στον αθλητισμό: όπου η κερδοφορία συνδυάζεται με κοινωνική ευθύνη, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα και την ένταξη, και όπου οι γυναίκες γίνονται πρότυπα για τις επόμενες γενιές, όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά και στην επιχειρηματικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη.