Ιδιαίτερα προσεκτικές θα πρέπει να είναι οι γυναίκες στην εγκυμοσύνη ή όσο θηλάζουν αναφορικά με τα καλλυντικά προϊόντα που χρησιμοποιούν, προειδοποιεί νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Environment International. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η αυξημένη χρήση ειδών προσωπικής φροντίδας, όπως βερνίκια νυχιών, μακιγιάζ και βαφές μαλλιών στην κύηση ή την περίοδο θηλασμού συνδέεται και με υψηλότερα ανιχνεύσιμα επίπεδα συνθετικών χημικών ουσιών που είναι γνωστό ότι έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία γενικότερα, όπως ηπατικές παθήσεις, καρδιομεταβολικά και καρδιαγγειακά προβλημάτα και διάφορες μορφές καρκίνου.
Για ακόμα μια φορά, οι επικίνδυνες ουσίες που συσχετίστηκαν με αυτές τις επιδράσεις είναι οι υπερ- και πολυφθοροαλκυλικές ουσίες, γνωστές και ως PFAS, που ανιχνεύθηκαν στο πλάσμα του αίματος και στο μητρικό γάλα. «Ενώ οι ουσίες PFAS είναι πανταχού παρούσες στο περιβάλλον, η μελέτη μας δείχνει ότι τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας αποτελούν μια τροποποιήσιμη πηγή PFAS», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Amber Hall, μεταδιδακτορική ερευνήτρια επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Brown. «Οι γυναίκες που ανησυχούν για το επίπεδο έκθεσής τους σε αυτές τις χημικές ουσίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τη διάρκεια του θηλασμού μπορεί να επωφεληθούν από τη μείωση των προϊόντων προσωπικής φροντίδας κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων» συμπλήρωσε.
Τα PFAS είναι συνθετικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σε καταναλωτικά προϊόντα και βιομηχανικές εγκαταστάσεις από τη δεκαετία του 1950 λόγω της ικανότητάς τους να αντιστέκονται στο λάδι, το νερό και τη θερμότητα. Ενώ αρκετές μελέτες έχουν ανιχνεύσει αυτές τις χημικές ουσίες σε προϊόντα προσωπικής φροντίδας άμεσα, λίγες έχουν αξιολογήσει κατά πόσον η χρήση αυτών των προϊόντων επηρεάζει τις εσωτερικές συγκεντρώσεις PFAS, δήλωσε η Δρ. Hall. Αυτό είναι σημαντικό, πρόσθεσε, επειδή η έκθεση σε PFAS κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα μπορούσε να συμβάλει σε δυσμενείς εκβάσεις κατά τη γέννηση, όπως μειωμένο βάρος γέννησης, πρόωρος τοκετός, ορισμένες νευροαναπτυξιακές διαταραχές και μειωμένη ανταπόκριση στα παιδικά εμβόλια.
Υψηλές οι συγκεντρώσεις στην κύηση και μετά τον τοκετό
Για τη μελέτη, αξιοποιήθηκαν στοιχεία 2.001 εγκύων από 10 πόλεις του Καναδά μεταξύ 2008 και 2011. Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τη συμβολή της χρήσης προϊόντων προσωπικής φροντίδας στις συγκεντρώσεις PFAS στο προγεννητικό πλάσμα (έξι έως 13 εβδομάδες κύησης) και στο μητρικό γάλα (δύο έως 10 εβδομάδες μετά τον τοκετό). Οι συμμετέχουσες ανέφεραν τη συχνότητα χρήσης ανάμεσα σε οκτώ κατηγορίες προϊόντων κατά τη διάρκεια του πρώτου και του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, μία έως δύο ημέρες μετά τον τοκετό και δύο έως 10 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Διαπιστώθηκε ότι στις εγκύους του πρώτου τριμήνου η υψηλότερη χρήση προϊόντων περιποίησης νυχιών, αρωμάτων, μακιγιάζ, βαφών μαλλιών και σπρέι ή τζελ μαλλιών συσχετίστηκε με υψηλότερες συγκεντρώσεις PFAS στο πλάσμα του αίματος. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και για τη χρήση προϊόντων προσωπικής φροντίδας στο τρίτο τρίμηνο και τις συγκεντρώσεις PFAS στο μητρικό γάλα δύο έως 10 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Εντούτοις, η Δρ. Hall σημείωσε ότι η μελέτη εξέτασε μόνο τέσσερις τύπους PFAS μεταξύ χιλιάδων που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία και το εμπόριο. Έτσι, η μελέτη πιθανώς υποεκτίμησε την έκταση της έκθεσης σε όλα τα PFAS από αυτά τα προϊόντα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συμπλήρωσε.
Στην έρευνα συμμετείχε και ο Δρ. Joseph Braun, καθηγητής επιδημιολογίας και διευθυντής της περιβαλλοντικής υγείας των παιδιών στο Πανεπιστήμιο Brown, ο οποίος μελετά τις επιπτώσεις των PFAS στην υγεία για πάνω από μια δεκαετία. Με βάση την εμπειρία του, προτείνει ότι μελλοντικές μελέτες που θα πρέπει να εξετάζουν πώς η χρήση προϊόντων προσωπικής φροντίδας επηρεάζει την έκθεση σε PFAS θα πρέπει να διερευνούν τις διαφορές ανάλογα με τον τύπο του προϊόντος, καθώς και τον χρόνο και τη συχνότητα χρήσης ή τη σύνθεση του προϊόντος. Αυτού του είδους η έρευνα μπορεί να καθοδηγήσει τις ατομικές επιλογές και να ενημερώσει επίσης για τη ρύθμιση των PFAS, εξήγησε.
«Μελέτες όπως αυτές δε βοηθούν μόνο τους ανθρώπους να εκτιμήσουν πώς οι επιλογές των προϊόντων τους μπορεί να επηρεάσουν τον προσωπικό τους κίνδυνο, αλλά μπορούν επίσης να μας βοηθήσουν να δείξουμε πώς αυτά τα προϊόντα θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σε επίπεδο πληθυσμού», σημείωσε ο Δρ. Braun. «Συνεπώς, ενισχύει την ανάγκη για κυβερνητική δράση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αφαιρέσουμε μέρος του βάρους από τα άτομα» κατέληξε.
Πηγή ygeia mou