Η νέα πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, έχει πυροδοτήσει έντονη πολιτική και κοινωνική συζήτηση. Η πρόταση, που εντάσσεται στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της ΕΕ για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, αντιμετωπίζεται από μερίδα ευρωβουλευτών, κρατών-μελών και περιβαλλοντικών οργανώσεων με σκεπτικισμό και κριτική.
Ένα από τα βασικά σημεία αμφισβήτησης είναι η πρόβλεψη ότι οι χώρες της ΕΕ θα μπορούν να χρησιμοποιούν την παγκόσμια αγορά άνθρακα για να αντισταθμίζουν μέρος των εκπομπών τους. Αυτό σημαίνει ότι ένα κράτος-μέλος θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί έργα μείωσης εκπομπών σε τρίτες χώρες, αντί να προχωρά σε αντίστοιχες μειώσεις εντός της Ευρώπης. Περιβαλλοντικές ΜΚΟ χαρακτηρίζουν τη ρύθμιση «παράκαμψη της πραγματικής δράσης», επισημαίνοντας ότι τέτοιες πρακτικές συχνά καταλήγουν σε αμφισβητούμενα αποτελέσματα και δεν αντιμετωπίζουν τις εγχώριες πηγές ρύπανσης.
Η πολιτική διάσταση είναι εξίσου έντονη. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η συνεργασία της ακροδεξιάς με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (κεντροδεξιά) οδήγησε σε μπλοκάρισμα της διαδικασίας αναθεώρησης, επιβραδύνοντας την πορεία για την υιοθέτηση του στόχου. Την ίδια ώρα, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ζήτησε καθυστέρηση της πρότασης, υποστηρίζοντας ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να βρεθεί μια ισορροπία που θα διασφαλίζει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα απέναντι σε άλλες μεγάλες οικονομίες.
Η συζήτηση έρχεται σε μια περίοδο όπου η Επιτροπή φαίνεται να μετατοπίζει τις προτεραιότητές της. Στον νέο επταετή προϋπολογισμό της για το 2028–2034, δίνεται έμφαση κυρίως στην άμυνα, την ασφάλεια και την ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη χρηματοδότηση κλιματικών δράσεων. Αυτό εγείρει ανησυχίες ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημα της ως παγκόσμιος ηγέτης στην πράσινη μετάβαση.
Ωστόσο, η ανάγκη για φιλόδοξη κλιματική πολιτική παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Η ίδια η ΕΕ αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση μόνη της και χρειάζεται συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, την Ινδία και άλλες μεγάλες οικονομίες. Χωρίς όμως σταθερή δέσμευση και συγκεκριμένα μέτρα, η θέση της Ευρώπης σε αυτήν τη διεθνή συμμαχία κινδυνεύει να αποδυναμωθεί.
Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τεχνολογικές λύσεις ή χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς. Απαιτείται μια πολιτική που να συνδυάζει την περιβαλλοντική προστασία με την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ανθεκτικότητα. Ο στόχος του 90% έως το 2040, αν και φιλόδοξος, θα πρέπει να στηριχθεί από ξεκάθαρες δεσμεύσεις, επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, δίκαιη μετάβαση για τους εργαζόμενους και διαφανείς μηχανισμούς παρακολούθησης.
Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι διπλή: να παραμείνει στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας μάχης κατά της κλιματικής κρίσης, χωρίς να υπονομεύσει την οικονομική της σταθερότητα και τη συνοχή των κοινωνιών της. Η πορεία προς το 2040 θα δείξει αν η ΕΕ μπορεί να ισορροπήσει αυτές τις απαιτήσεις και να αποτελέσει πραγματικό παράδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης.

