Η βιώσιμη γεωργία, η καρδιά του ελληνικού πρωτογενούς τομέα και θεμέλιο για την πράσινη μετάβαση, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια κρίση πολλαπλών διαστάσεων. Οι παραγωγοί καλούνται να διαχειριστούν τις συνέπειες ακραίων καιρικών φαινομένων, την αύξηση του κόστους παραγωγής και τις υγειονομικές απειλές στα κοπάδια τους, την ώρα που ο ΕΛΓΑ καθυστερεί τις αποζημιώσεις και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δεν προχωρά στις αναγκαίες πολιτικές στήριξης. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που αποδυναμώνεται, μια περιφέρεια που χάνει εισόδημα και μια χώρα που δυσκολεύεται να διασφαλίσει επισιτιστική και κλιματική ανθεκτικότητα.
Οι καθυστερήσεις στις αποζημιώσεις έχουν εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια για τον κλάδο. Πλημμύρες, χαλάζι, ξηρασία και άλλα φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή πλήττουν ολοένα και περισσότερους παραγωγούς, ωστόσο το σύστημα εκτίμησης ζημιών παραμένει αργό και γραφειοκρατικό. Η έλλειψη άμεσης ρευστότητας καθιστά δύσκολη την επαναφύτευση, την ανανέωση του ζωικού κεφαλαίου και την υιοθέτηση βιώσιμων καλλιεργητικών πρακτικών. Χωρίς έναν αξιόπιστο και ταχύ μηχανισμό αποζημιώσεων, η βιώσιμη γεωργία δεν μπορεί να σταθεί.
Την ίδια στιγμή, η επανεμφάνιση της ευλογιάς των προβάτων, ιδιαίτερα στη βόρεια και ανατολική Ελλάδα, αναδεικνύει σοβαρά κενά στην υγειονομική προστασία. Παρά τις προειδοποιήσεις των κτηνιατρικών υπηρεσιών, οι έλεγχοι δεν έχουν ενισχυθεί, οι ζώνες προστασίας εφαρμόζονται αποσπασματικά και οι κτηνοτρόφοι συχνά δεν λαμβάνουν επαρκή ενημέρωση ή υποστήριξη. Η έλλειψη ενός συνεκτικού σχεδίου για την ενίσχυση των πληγέντων κοπαδιών απειλεί τόσο το εισόδημα των παραγωγών όσο και τη σταθερότητα της αλυσίδας γαλακτοκομικών προϊόντων.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα έχει δεσμευτεί σε φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους για αναγεννητική γεωργία, μείωση των φυτοφαρμάκων, προστασία της βιοποικιλότητας και περιορισμό των εκπομπών μεθανίου. Ωστόσο, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, τεχνική υποστήριξη και θεσμικό πλαίσιο που να ενθαρρύνει τη μετάβαση, οι παραγωγοί αδυνατούν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες. Οι νέοι αποθαρρύνονται από το να ασχοληθούν με τον κλάδο και οι μικροί παραγωγοί εγκαταλείπουν δραστηριότητες, αφήνοντας την αγροτική χώρα να ερημώνει και αυξάνοντας τον κίνδυνο να μείνει η Ελλάδα πίσω στη βιώσιμη μετάβαση.
Ο πρωτογενής τομέας έχει άμεση ανάγκη από συγκεκριμένα μέτρα που θα στηρίξουν την παραγωγή και θα επιταχύνουν τον εκσυγχρονισμό του. Η ψηφιοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών του ΕΛΓΑ, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της ευλογιάς των προβάτων, στοχευμένη οικονομική ενίσχυση σε περιοχές που πλήττονται από ακραία φαινόμενα και ουσιαστικές δομικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν κρίσιμες παρεμβάσεις. Παράλληλα, η αναβάθμιση της αγροτικής εκπαίδευσης, η ενίσχυση των μικρών και μεσαίων παραγωγών και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση χαμηλού κόστους είναι απαραίτητα στοιχεία για τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου.
Η βιώσιμη γεωργία δεν είναι κόστος· είναι εθνικό συμφέρον. Συνδέεται άμεσα με την επισιτιστική ασφάλεια, την οικονομική σταθερότητα, την απασχόληση στην περιφέρεια και την ανθεκτικότητα της χώρας απέναντι στην κλιματική κρίση. Αν η Ελλάδα επιθυμεί μια πραγματικά πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, η στήριξη του πρωτογενούς τομέα δεν μπορεί να περιμένει. Χρειάζεται άμεση δράση, συντονισμό και πολιτική βούληση — τώρα.

