Παρότι ο σχετικά ήπιος χειμώνας περιόρισε κάπως την ενεργειακή ζήτηση, τελικά στο ποσό των 800 δισ. ευρώ πλησιάζει πλέον το άθροισμα στο οποίο ανέρχονται οι συνολικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών για τη θωράκιση των οικονομιών τους έναντι της ενεργειακής κρίσης
Οι υπολογισμοί ανήκουν στο οικονομικό και ερευνητικό ινστιτούτο Bruegel, που διαπίστωσε πως από τον Σεπτέμβριο του 2021 και μετά οι χώρες της Ε.Ε. δαπάνησαν συνολικά 681 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων και για τον ίδιο λόγο οι εκτός Ε.Ε., αφενός Βρετανία και αφετέρου Νορβηγία, διέθεσαν 103 δισ. ευρώ και 8,1 δισ. ευρώ, αντιστοίχως.
Η Ελλάδα δαπάνησε 9,5 δισ. ευρώ για τη θωράκιση της οικονομίας της από την ενεργειακή κρίση και το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 5,2% του ελληνικού ΑΕΠ.
Σημειωτέον ότι μόλις τον Νοέμβριο το Bruegel υπολόγιζε το ίδιο συνολικό ποσό στα 706 δισ. ευρώ, αλλά προφανώς έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια για να αναπληρώσουν το ρωσικό αέριο και να προστατευτούν γενικότερα από τις επιπτώσεις που προκάλεσε η διακοπή της προσφοράς του.
Οι διαφορές στο ύψος των ποσών ανά χώρα προδίδουν μεγάλες ανισότητες στις δυνατότητες των χωρών να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Με μεγάλη διαφορά από όλες τις άλλες χώρες προηγείται, βεβαίως, η Γερμανία, που διέθεσε το συντριπτικά υψηλότερο ποσό των σχεδόν 270 δισ. ευρώ για τη στήριξη της γερμανικής οικονομίας. Ακολουθούν Βρετανία, Ιταλία και Γαλλία, που δαπάνησαν κάθε μία λιγότερα από 150 δισ. ευρώ, και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., με μόλις ένα μικρό τμήμα αυτού του ποσού.
Ως προς το ύψος των κατά κεφαλήν δαπανών, τα μεγαλύτερα ποσά διέθεσαν και πάλι η Γερμανία, η Δανία και το Λουξεμβούργο. Το άθροισμα των δαπανών έναντι της ενεργειακής κρίσης έφτασε και υπερέβη, πλέον, τα κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης κατά της ύφεσης της πανδημίας που συμφωνήθηκε το 2020 και σηματοδότησε μια τομή καθώς ήταν η πρώτη έκδοση κοινού χρέους της Ε.Ε.
Οι ταμιευτήρες φυσικού αερίου έχουν τώρα πληρότητα γύρω στο 65% και οι τιμές του έχουν υποχωρήσει κατά περισσότερο από 80% σε σύγκριση με το ρεκόρ του περασμένου Αυγούστου.
Στο μεταξύ, η Γηραιά Ηπειρος έχει κατορθώσει να οχυρωθεί αποτελεσματικά με τα υψηλά αποθέματα που έχει συγκεντρώσει και τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν αποκλιμακωθεί. Οι τιμές του αερίου έχουν υποχωρήσει κατά περισσότερο από 80% σε σύγκριση με το ρεκόρ του περασμένου Αυγούστου. Αυτό συνεπάγεται, όμως, πως οποιαδήποτε πώληση μέρους των υψηλών αποθεμάτων τους θα συνοδευόταν από ζημίες ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για τις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν την ενέργεια και για τους φορολογούμενους.
Μέρος των καυσίμων έχει αγοραστεί με δημόσιο χρήμα ή με χρήματα των χρεώσεων που επιβάλλουν τα δίκτυα ενέργειας και τα οποία χρηματοδοτούν βέβαια οι φορολογούμενοι. Οπως τονίζει ο Σίντρε Κνούτσον, αντιπρόεδρος της Rystad Energy, «στο τέλος ο καταναλωτής πληρώνει για όλα».
Κατά κάποιον τρόπο, η Ευρώπη πληρώνει το τίμημα της επιτυχίας της. Εσπευσε να εισαγάγει μεγάλο όγκο υγροποιημένου φυσικού αερίου όταν η Ρωσία διέκοψε τη ροή μέσω των αγωγών. Ο ήπιος χειμώνας, όμως, περιόρισε τη ζήτηση αμβλύνοντας, έτσι, την ενεργειακή κρίση.