Απόσπασμα από το βιβλίο “Αυτοδιοίκηση και Επιχειρηματικότητα” των Ν. Βαρσακέλη, Χρ. Κουτσουλιάνου, Ε. Ζήκου, Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ, 2010
Mέρος Πρώτο
Τοπική Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση
Είναι ευρύτατα εμπεριστατωμένη η άποψη ότι, το επίπεδο αλλά και η ποιότητα της επιχειρηματικής δράσης κάνει την διαφορά στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, και κατά συνέπεια του βιοτικού επίπεδου μιας κοινότητας, μιας πόλης, περιφέρειας και τελικά ενός κράτους. Συνεπώς, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο πρέπει να βελτιώσουν το επίπεδο της επιχειρηματικότητας προκειμένου να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές.
Ενώ παραδοσιακά σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου η άσκηση πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης ανήκε στην δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης, μετά τη δεκαετία του 1980 ο ρόλος της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης συνεχώς αυξάνεται όσον αφορά την περιφερειακή και τοπική οικονομική ανάπτυξη.
Στα πρώτα βήματα, η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση άσκησε αναπτυξιακή πολιτική που στόχευε κυρίως στην προσέλκυση επιχειρήσεων προς εγκατάσταση στην συγκεκριμένη περιφέρεια από άλλες περιφέρειες και χώρες. Ήταν, δηλαδή, ένα στρατηγικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) στο οποίο αυτό που κέρδιζε η μια περιφέρεια, το έχανε η άλλη. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1990 και στην δεκαετία του 2000, όπου η τεχνολογία αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς, η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση και η πίεση για μείωση του ρόλου της κεντρικής κυβέρνησης, οδήγησε στην αλλαγή του στόχου της περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής πολιτικής. Ο στόχος της προσέλκυσης επιχειρήσεων για μετεγκατάσταση αντικαταστάθηκε από τον στόχο της ενδογενούς δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Η πολιτική προώθησης της επιχειρηματικότητας αποτελεί πλέον βασικό πυλώνα της στρατηγικής για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και μιας περιφέρειας.
Με την πάροδο των ετών, έγινε προσπάθεια για την ανάπτυξη μοντέλων άσκησης πολιτικής για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Άλλα από τα μοντέλα αυτά αφορούν την βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, και προέρχονται από την ομάδα των θεσμικών οικονομολόγων (institutional economics) και άλλα υποδείγματα έχουν την βάση τους στην οικονομική θεωρία κι ειδικά την θεωρία της επιλογής του ατόμου, της ασύμμετρης πληροφόρησης και των αποτυχιών της αγοράς.
Στο βιβλίο αυτό υιοθετήσαμε ένα εκλεκτικό μοντέλο άσκησης περιφερειακής και τοπικής πολιτικής για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας που εισηγήθηκαν οι Lunstrom and Stevenson (2002). Το μοντέλο αυτό ταιριάζει περισσότερο σε ένα βιβλίο εφαρμοσμένης πολιτικής όπως το παρόν και αυτός είναι ο λόγος που υιοθετήθηκε.
Σύμφωνα με το υπόδειγμα, η πολιτική για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αποτελεί ουσιαστικά ένα πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οκτώ επιμέρους πολιτικές. Για την ευκολότερη κατανόηση, στον πίνακα παρουσιάζονται οι οκτώ επιμέρους πολιτικές:
Όπως αναφέραμε παραπάνω, το υπόδειγμα του πίνακα 1 είναι ένα εκλεκτικό υπόδειγμα, δηλαδή, έχει δανειστεί στοιχεία χρήσιμα από όλα τα μοντέλα που έχουν μέχρι σήμερα αναφερθεί. Ειδικότερα, οι πολιτικές για την προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος, για το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και για την άρση των διοικητικών βαρών και εμποδίων προέρχονται από τους θεσμικούς οικονομολόγους. Οι πολιτικές για τις ομάδες στόχους και για την χρηματοδότηση προέρχονται από την νεοκλασική οικονομική της θεωρίας της επιλογής, δηλαδή είναι πολιτικές που βοηθούν το άτομο να επιλέξει μεταξύ απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης. Οι πολιτικές για τα συμπλέγματα προέρχονται από την θεωρία της βιομηχανικής οικονομικής. Τέλος, η εκπαίδευση και η διοικητική υποστήριξη εντάσσονται και στην θεωρία της θεσμικής οικονομικής αλλά και της νεοκλασικής οικονομικής και της βιομηχανικής οικονομικής.
Προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος και κουλτούρας
Η πολιτική προώθησης του επιχειρηματικού πνεύματος και κουλτούρας και η δημιουργία θετικής στάσης απέναντι στην επιχειρηματικότητα έχει ως βασικό στόχο την αύξηση του αριθμού των ατόμων που θα έβλεπαν θετικά την επιχειρηματική δράση ως εναλλακτική σταδιοδρομία. Για να αλλάξουμε όμως την στάση των ατόμων απέναντι στην επιχειρηματικότητα πρέπει να αποφασίσουμε πρώτα ότι ως κοινωνία θέλουμε να την αλλάξουμε. Μας ενδιαφέρει η επιχειρηματικότητα;
Για την περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η πολιτική πρέπει να αποτελέσει το ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, ίσως και ολόκληρης της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας, διότι, όπως έχουμε γράψει και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η πολιτική πρέπει να ανατρέψει την ισχυρά αρνητική στάση της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Επίσης, στόχος της πολιτικής θα πρέπει να είναι η άρση της σύγχυσης μεταξύ της επιχειρηματικότητας και των μεγάλων επιχειρήσεων και επιχειρηματιών.
Ασφαλώς ορισμένα ατομικά χαρακτηριστικά, όπως, για παράδειγμα, η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, δεν μπορούν να επηρεαστούν με μέτρα πολιτικής. Η πολιτική όμως μπορεί να μεταβάλλει προς το καλύτερο τους κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την στάση του ατόμου. Σε αυτήν την περίπτωση η πολιτική βελτίωσης της επιχειρηματικής εικόνας δεν μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι η κουλτούρα μιας κοινωνίας αλλάζει αργά. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η αποφυγή της αβεβαιότητας αποτελεί βασικό στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας και φυσικά η επιχειρηματικότητα, και ειδικά η τεχνολογική επιχειρηματικότητα, είναι συνυφασμένη με την αβεβαιότητα. Όπως επίσης, η υψηλή απόσταση δύναμης ωθεί το άτομο στην μη ανάληψη πρωτοβουλιών, τόσο στον χώρο εργασίας του, όσο και στο επιχειρηματικό πεδίο.
Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η στάση για την αποφυγή της αβεβαιότητας; Πως μπορεί να μειωθεί η δυσφορία που νοιώθει το άτομο να βρίσκεται αντιμέτωπο με αβέβαιες καταστάσεις; Η αβεβαιότητα μπορεί να μειωθεί με την βελτίωση του γνωσιολογικού υπόβαθρου του ατόμου. Μέσα από την εκπαίδευση, τυπική και δια βίου, παρέχοντας γνώσεις, αυξάνει το γνωσιολογικό υπόβαθρο και κατά συνέπεια μειώνονται οι αβέβαιες καταστάσεις με τις οποίες το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο. Όμως ταυτόχρονα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ελληνικής κουλτούρας, έρευνες έχουν δείξει ότι οι Έλληνες έχουν ορισμένα θετικά πολιτισμικά στοιχεία στα οποία μπορεί να στηριχθεί η πολιτική βελτίωσης του κλίματος ως προς την επιχειρηματικότητα. Σύμφωνα με την έκθεση της Monitor (1993), οι Έλληνες λειτουργούν ως άτομα. Είναι δηλαδή ατομιστές, και τους αρέσει να δρουν αυτόνομα και ανεξάρτητα. Από την άλλη μεριά όμως, είναι ανοργάνωτοι και γενικά χωρίς κοινωνική συνείδηση. Επιπλέον:
- Οι Έλληνες είναι υψηλού επιπέδου γνώστες (sophisticated practitioners) της οικονομίας της αγοράς. Υπάρχει στην Ελλάδα μακρά παράδοση στην άσκηση της οικονομίας της αγοράς. Ακόμη και στους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες ανέπτυξαν το διεθνές εμπόριο σε σημαντικό βαθμό, ενώ ακόμη και η βιοτεχνική παραγωγή είχε γνωρίσει σημαντική άνθηση, όπως στην περίπτωση της αργυροχρυσοχοΐας στην Ήπειρο. Αποτέλεσμα της άνθησης του διεθνούς εμπορίου της οθωμανικής αυτοκρατορίας που βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων, προέκυψαν σημαντικότατοι επιχειρηματίες της εποχής. Στους μεταπολεμικούς χρόνους και ειδικά στις δεκαετίες του 1950 και 1960, μετά από την καταστροφική δεκαετία του 1940 που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή του φυσικού και σημαντικού μέρους του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, ανεδείχθησαν σημαντικοί επιχειρηματίες, με την στήριξη πολλές φορές του κράτους, οι οποίοι όμως διέπρεψαν στην ελληνική και διεθνή αγορά. Ακόμη όμως και οι Έλληνες που πήγαν ως μετανάστες σε χώρες της Ευρώπης, στην Αμερική ή στην Αυστραλία, μετά από λίγα χρόνια σκληρής δουλειάς ως εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις, συγκέντρωσαν το απαραίτητο χρηματικό κεφάλαιο, και στη συνέχεια προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις με γνωστότερη βέβαια δραστηριότητα τα εστιατόρια.
- Οι Έλληνες αγαπούν να μαθαίνουν, να συζητούν και να διαφωνούν(argue). Αυτό αποτελεί ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτισμικής ιδιοσυγκρασίας. Η αγαπημένη λέξη τόσο των αρχαίων Ελλήνων, όσο και των σύγχρονων, είναι η λέξη «γιατί». Από την λέξη αυτή ξεπήδησαν η φιλοσοφία, η επιστήμη και η δημοκρατία. Ίσως αυτό το χαρακτηριστικό να ερμηνεύει λίγο και το αίσθημα συνωμοσιολογίας που διακατέχει τους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν ποιος βρίσκεται πίσω από κάθε τι. Εάν λοιπόν ο Έλληνας δεν θεωρεί τίποτε ως δεδομένο και προσπαθεί να βρει εναλλακτικές λύσεις σε κάθε πρόβλημα, τότε αυτό το πολιτισμικό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελέσει την σημαντική εισροή σε ένα πρόγραμμα αλλαγής της συμπεριφοράς των ατόμων απέναντι στην επιχειρηματικότητα.
Η πολιτική για την αλλαγή της στάσης των τομών απέναντι στην επιχειρηματικότητα πρέπει να θεμελιωθεί τόσο στα θετικά, ως προς την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, όσο και στα αρνητικά στοιχεία της εθνικής κουλτούρας και της ελληνικής πολιτισμικής ιδιοσυγκρασίας. Στον πίνακα 2, παρουσιάζεται ένα πλαίσιο δράσεων πολιτικής για τη δημιουργία θετικής στάσης στην κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο τέσσερεις είναι οι βασικοί παράγοντες που πρέπει να λειτουργήσουν σε συνεργασία ώστε να είναι αποδοτική η πολιτική αυτή.
Οι παίκτες – παράγοντες είναι α) η κυβέρνηση, η περιφερειακή και η τοπική αυτοδιοίκηση, β) οι κοινωνικοί φορείς και σωματεία, γ) οι συλλογικοί φορείς των επιχειρηματιών όπως επιμελητήρια, σύνδεσμοι κ.α. καθώς και ο ιδιωτικός τομέας και δ) τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων παικτών – παραγόντων δεν είναι απαραίτητο να είναι συνολική, δηλαδή, όλοι με όλους, αλλά μπορεί να γίνει και κατά μέρη.
Όμως, θεωρούμε, και η διεθνής εμπειρία έχει δείξει, ότι η συνολική δράση έχει στις περισσότερες περιπτώσεις καλύτερα αποτελέσματα από τις μερικές δράσεις. Αρκεί βέβαια να υπάρχει καλός συντονισμός. Σε επίπεδο τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, τον συντονισμό της πολιτικής θα τον έχει ο φορέας για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Ο φορέας της αυτοδιοίκησης από την πρώτη στιγμή θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τις επιδιώξεις-στόχους της πολιτικής αυτής. Συγκριμένα, μέσω της εφαρμογής αυτής της πολιτικής επιδιώκεται η δημιουργία θετικού κλίματος απέναντι στη επιχειρηματικότητα εκ μέρους της κοινωνίας, που τελικά θα οδηγήσει και σε υποστήριξη της επιχειρηματικότητας εκ μέρους της κοινωνίας, η βελτίωση της εικόνας της επιχειρηματικότητας και τελικά η δημιουργία ενδιαφέροντος από τους νέους ανθρώπους για την επιχειρηματική δράση ως εναλλακτική επιλογή σταδιοδρομίας.
Στην συνέχεια θα πρέπει να υπάρχει συνεχής έλεγχος για το κατά πόσον οι προτεινόμενες κάθε φορά δράσεις στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής συνεισφέρουν στην επίτευξη αυτών των επιδιώξεων.
Ο Χριστόδουλος Κουτσουλιάνος είναι συγγραφέας και αρθρογράφος σε ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Πρώην διευθυντής της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Καλαμαριάς. Επικοινωνία: http://www.koutsoulianos.gr/ Youtube Facebook Linkedin