Γράφει ο Πάρις Κουκουλόπουλος
Στον επίλογο άρθρου μου πριν δυο χρόνια, στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης, έγραφα επί λέξει: «Οι λογαριασμοί στο ρεύμα θα εξακολουθήσουν να “καίνε” γιατί η Κυβέρνηση της ΝΔ είναι παγιδευμένη σε εμμονές και ιδεοληψίες που δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αντίθετα ευνοούν τα μεταπρατικά συμφέροντα που συγκροτούν το ολιγοπώλιο της ενέργειας στη Χώρα».
Η βολική θεωρία της εισαγόμενης κρίσης είναι η σταθερή κυβερνητική απάντηση, αλλά στη σημερινή κατάσταση μας οδήγησαν συγκεκριμένες αποφάσεις με ονοματεπώνυμο.
Η πρώτη ήταν το 2019, όταν δρομολογήθηκε η βίαιη και καθολική υποκατάσταση του εγχώριου λιγνίτη με εισαγόμενο φυσικό αέριο, αυξάνοντας υπέρμετρα την ενεργειακή μας εξάρτηση στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Είμαστε ήδη πολύ πιο ευάλωτοι σε οποιαδήποτε διεθνή κρίση, όπως αποδείχτηκε στην ενεργειακή κρίση και έπεται συνέχεια, αλλά η Κυβέρνηση συνεχίζει απτόητη. Στο νέο ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) προβλέπεται ότι το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου θα είναι μεγαλύτερη από σήμερα, αλλά η ενέργεια από αυτές τις μονάδες θα είναι λιγότερη. Προτείνεται μάλιστα να προβλεφθεί ένα είδος νέου φόρου για την αποζημίωση των μονάδων φυσικού αερίου, που θα πρέπει να αποσυρθούν πριν αποσβεσθούν.
Η επόμενη καθοριστική απόφαση ήρθε τον Αύγουστο του 2022, όταν το δικαίωμα στην ανάπτυξη ΑΠΕ περιορίστηκε σε λίγες μόνο μεγάλες εταιρείες, με τον αποκλεισμό των ενεργειακών κοινοτήτων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των μικρομεσαίων επενδυτών. Η απόφαση αυτή χαρακτηρίστηκε ως εύνοια σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις από την Ε.Ε., αλλά η κυβέρνηση προχώρησε στο επόμενο βήμα. Ενώ οι διαγωνιστικές διαδικασίες εξασφάλιζαν πολύ χαμηλή τιμή στο ρεύμα από ΑΠΕ, η Κυβέρνηση δίνει με νόμο (!) υπερδιπλάσιες αποζημιώσεις στις μεγάλες εταιρείες, όταν συνάπτουν διμερή συμβόλαια με τους αγρότες και τις ΔΕΥΑ. Πουθενά στην Ευρώπη δε γίνεται αυτό, παρά μόνο στην Ελλάδα όπου συμβαίνουν και άλλα πολλά και παράδοξα.
Η σημερινή Κυβέρνηση έχει μηδενικό απολογισμό στην αναβάθμιση του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ. Τα ελάχιστα ποσά που έχουν προβλεφθεί για αυτή τη δράση στο Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, είναι μια απόδειξη αδράνειας και αβελτηρίας της Κυβέρνησης που τρέχει μόνιμα πίσω από τα γεγονότα σε στρατηγικούς τομείς.
Ακριβώς τα αντίστοιχα συμβαίνουν με τα δίκτυα υψηλής τάσης και συγκεκριμένα με τις γραμμές διασύνδεσης της Χώρας με τα ευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας που χρήζουν αναβάθμισης εδώ και πολλά χρόνια. Η χαμηλή διασυνδεσιμότητα περιορίζει τις δυνατότητες εισαγωγής φθηνότερης ενέργειας και αντίστοιχα εξαγωγής όταν είμαστε ανταγωνιστικοί, και ο μόνος που ωφελείται από την κατάσταση αυτή είναι το ολιγοπώλιο της ενέργειας στη Χώρα. Ο μηδενικός απολογισμός της Κυβέρνησης στον τομέα αυτό, όπως οι ελάχιστοι πόροι που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης φανερώνουν και εδώ μια Κυβέρνηση μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της.
Το Ταμείο Ανάκαμψης εν ολίγοις, μπορεί να μην είναι διαθέσιμο για τις ανάγκες της Χώρας, είναι όμως διαθέσιμο για το ολιγοπώλιο της ενέργειας που χρηματοδοτείται πλουσιοπάροχα και χαμηλότοκα , προκειμένου να αναπτύξει επενδύσεις ΑΠΕ και να διευρύνει τα κέρδη του με μηδενικό ρίσκο.
Όλα τα ανωτέρω συγκροτούν την πραγματικότητα του ακριβού ρεύματος, δείχνουν τους υπεύθυνους και προοιωνίζονται τη συνέχεια με τους ίδιους πρωταγωνιστές.
Στο κρίσιμο ερώτημα, αν υπάρχει διέξοδος από τη διαμορφωμένη κατάσταση, η απάντηση είναι θετική και δεν είναι άλλη από την Ενεργειακή Δημοκρατία που προτείνει το ΠΑΣΟΚ.
Σε μια εποχή που ο καθένας μας μπορεί να παράγει ενέργεια, η Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη περιορίζει αυτή τη δυνατότητα σε λίγους και ισχυρούς, κάτι που δε συναντάμε σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Ενεργειακή Δημοκρατία με δυο λόγια είναι η χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ από τους Δήμους και η ανάπτυξη τους με έναν κανόνα. Τουλάχιστον το 50% του δυναμικού των ΑΠΕ εξυπηρετεί τις ανάγκες των ίδιων των Δήμων, των αγροτών, των κοινωνικά ευάλωτων, μεγάλων ενεργειακών κοινοτήτων και της μεταποίησης. Την ίδια στιγμή με ριζική αναβάθμιση όλων των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ανοίγει η δυνατότητα σε κάθε σπίτι να καλύπτει μέρος των αναγκών του με ενεργειακή αναβάθμιση και ιδιοπαραγωγή.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ απαντά πειστικά στα δυο μεγάλα μέτωπα της εποχής, την Κλιματική Αλλαγή και τις Ανισότητες και φυσικά κινείται εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.