- Η έμφυλη βία θα πρέπει να αποτελεί έγκλημα βάσει ευρωπαϊκού δικαίου και η σεξουαλική παρενόχληση να διώκεται ποινικά
- Οι εργοδότες θα πρέπει να παρέχουν ασφαλές εργασιακό περιβάλλον
- Το Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαχειρίζεται υποθέσεις παρενόχλησης ταχύτερα και με μεγαλύτερη διαφάνεια
Οι ευρωβουλευτές ενέκριναν τη σχετική έκθεση με 468 ψήφους υπέρ, 17 κατά και 125 αποχές. Η έκθεση επισημαίνει ότι, παρόλο που κυβερνήσεις και οργανώσεις έχουν προβεί σε αλλαγές για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας και την υποστήριξη των θυμάτων από τότε που το κίνημα «MeToo» ξέσπασε στο διαδίκτυο το 2017, σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες η πρόοδος είναι μηδαμινή ή και ανύπαρκτη.
Το Κοινοβούλιο καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθεσία και πολιτικές για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας και της παρενόχλησης. Αυτά δεν έχουν οριστεί και δεν διώκονται ποινικά επί του παρόντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι τα θύματα δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα σε όλα τα κράτη μέλη. Οι ευρωβουλευτές επιθυμούν μια κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση, επαναλαμβάνοντας την έκκλησή τους για την αναγνώριση της έμφυλης βίας ως εγκληματικής πράξης και την ποινική δίωξη της σεξουαλικής παρενόχλησης στην ΕΕ.
Οι εργοδότες θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την παροχή ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη την τηλεργασία και τα διδάγματα από την πανδημία COVID-19, λένε οι ευρωβουλευτές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι, κατά την έναρξη της σύμβασής τους, λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις υπάρχουσες διαδικασίες και τις πολιτικές κατά της παρενόχλησης.
Αυστηρότερες κυρώσεις και ταχύτερες διαδικασίες εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ
Από το 2018, τα μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παρενόχλησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν ενισχυθεί, αλλά οι ευρωβουλευτές αναφέρουν ότι πρέπει να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για την αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τις διαδικασίες καταγγελίας και τη στήριξη που παρέχεται στα θύματα για την πρόληψη κάθε μορφής παρενόχλησης. Οι υποθέσεις σεξουαλικής και ψυχολογικής παρενόχλησης στο Κοινοβούλιο εξακολουθούν να μην καταγράφονται επαρκώς, επισημαίνουν οι ευρωβουλευτές, διότι τα θύματα δεν χρησιμοποιούν τους υφιστάμενους διαύλους για πολλαπλούς λόγους. Οι διαδικασίες αντιμετώπισης περιπτώσεων παρενόχλησης μπορεί να διαρκέσουν χρόνια, προκαλώντας περιττή βλάβη στα θύματα. Οι δύο συμβουλευτικές επιτροπές του Κοινοβουλίου που ασχολούνται με καταγγελίες παρενόχλησης θα πρέπει να ολοκληρώνουν τις υποθέσεις που υποβάλλονται ενώπιόν τους το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός έξι μηνών.
Οι ευρωβουλευτές χαιρετίζουν την κατάρτιση κατά της παρενόχλησης που παρέχεται στο Κοινοβούλιο, αλλά ανησυχούν ότι μόνο το 36,9% των βουλευτών έχουν συμμετάσχει μέχρι στιγμής αυτή σε αυτή τη νομοθετική περίοδο – 260 βουλευτές από τους 705. Ζητούν να καταρτιστεί δημόσιος κατάλογος στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου των βουλευτών που έχουν ολοκληρώσει την κατάρτιση και εκείνων που δεν την έχουν ολοκληρώσει.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να εκτελούν εξωτερικό έλεγχο σχετικά με την κατάσταση παρενόχλησης στα θεσμικά τους όργανα, σημειώνει το κείμενο, καθώς και να επανεξετάσουν τις υφιστάμενες διαδικασίες και συστήματα που διαχειρίζονται τις περιπτώσεις παρενόχλησης, ώστε να δημοσιοποιούνται τα πορίσματα και να προβαίνουν σε μεταρρυθμίσεις βάσει αυτών των συστάσεων.
Δηλώσεις
Ο αντιπρόεδρος του ΕΚ και εισηγητής Michal Šimečka (Renew, Σλοβακία), δήλωσε: «Χαιρετίζω το γεγονός ότι όλες οι δημοκρατικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην ΕΕ, γεγονός που οδήγησε στην τεράστια υποστήριξη των ευρωβουλευτών κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας. Το οφείλουμε στα θύματα και σε όλους τους ευρωπαίους πολίτες να δώσουμε το καλό παράδειγμα, υιοθετώντας καλύτερους μηχανισμούς στήριξης και αποτελεσματικότερες πολιτικές κατά της παρενόχλησης. Η παρούσα πρόταση αποτελεί απόδειξη του ευρέως κοινού οράματος μιας ΕΕ χωρίς παρενοχλήσεις.»